- άθορος
- ἄθορος, -ον (Α)(για αρσενικά ζώα) αυτό που δεν έχει βατέψει θηλυκό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + θορεῖν, απαρ. β' αορ. τού ρ. θρώσκω (= πηδώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἄθορον — ἄθορος veneris expers masc/fem acc sg ἄθορος veneris expers neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουθόρος — βουθόρος, ον (Α) φρ. «βουθόρος ταῡρος» αυτός που βατεύει τις αγελάδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < βους + θορείν, απρμφ. αορ. β του ρ. θρώσκω «πηδώ» (πρβλ. άθορος)] … Dictionary of Greek